ἀναπνεύσει

ἀναπνεύσει
ἀνάπνευσις
recovery of breath
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀναπνεύσεϊ , ἀνάπνευσις
recovery of breath
fem dat sg (epic)
ἀνάπνευσις
recovery of breath
fem dat sg (attic ionic)
ἀναπνέω
take breath
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναπνέω
take breath
fut ind mid 2nd sg
ἀναπνεύω
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναπνεύω
fut ind mid 2nd sg
ἀναπνεύω
fut ind act 3rd sg
ἀ̱ναπνεύσει , ἀναπνεύω
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ναπνεύσει , ἀναπνεύω
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανάπνευστος — η, ο (Α ἀνάπνευστος, ον) νεοελλ. ο μη αναπνεύσιμος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αναπνεύσει, διότι είναι δηλητηριώδης ή πνιγηρός αρχ. αυτός που δεν αναπνέει. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ανάπνευστος < αναπνευστός. Η σημασία τής αρνήσεως προήλθε… …   Dictionary of Greek

  • αναπνέω — (Α ἀναπνέω και επικ. ἀμπνείω και ἀμπνύω 1. εισπνέω και εκπνέω αέρα με τους πνεύμονες, ανασαίνω 2. εισπνέω ή εκπνέω χωριστά βρίσκομαι στη ζωή, ζω 4. ευχαριστιέμαι με την αναπνοή, αναζωογονούμαι 5. ελαφρώνω από βάρη ή στενοχώριες, ανακουφίζομαι,… …   Dictionary of Greek

  • αναπνεύσιμος — η, ο ο κατάλληλος ή ωφέλιμος να τόν αναπνεύσει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπνευσις. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό σύγγραμμα «Όμηρος»] …   Dictionary of Greek

  • δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… …   Dictionary of Greek

  • δυσανάπνευστος — δυσανάπτευστος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τόν αναπνεύσει κάποιος 2. αυτός που δύσκολα εκτελεί τη διαπνοή …   Dictionary of Greek

  • μανάτος — Θηλαστικό της οικογένειας των τριχεχιδών, της τάξης των σειρηνιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Τrichechus manatus. Έχει χοντρό ατρακτοειδές σώμα, γκρίζου χρώματος, το οποίο καλύπτεται με αραιό τρίχωμα, και έχει μήκος έως 3,5 μ., ενώ… …   Dictionary of Greek

  • γλοβικέφαλος — (globicephala).Γένος κητωδών θηλαστικών της οικογένειας των δελφινιδών. Ο γ., που λέγεται και στρογγυλοκέφαλο δελφίνι, είναι κήτος που το μήκος του κυμαίνεται από 7 έως 8,5 μ. Το δέρμα του είναι μαύρο και χωρίς λέπια και το κεφάλι του στρογγυλό… …   Dictionary of Greek

  • κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… …   Dictionary of Greek

  • κρικοθυρεοτομή — Επείγουσα χειρουργική επέμβαση για τη δημιουργία ανοίγματος στην τραχεία, ώστε να μπορέσει ένα άτομο με φραγμένο αεραγωγό να αναπνεύσει. Πιο συγκεκριμένα, αν ένα άτομο έχει δυσκολία αναπνοής, που προκαλείται από ένα αντικείμενο στην αναπνευστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”